γρηγορεύω

γρηγορεύω
1. μτβ., επιταχύνω κάτι: Γρηγορεύω το βήμα μου.
2. αμτβ., σπεύδω, βιάζομαι: Γρηγόρευε να φύγει, γιατί ερχόταν βροχή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γρηγορεύω — και γληγορεύω 1. επιταχύνω κάτι 2. αναπτύσσω ταχύτητα, σπεύδω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”